- σολανιδίνη
- η, Ν(βιοχ.) στεροειδικό αλκαλοειδές που απαντά υπό μορφή τού ετεροζίτη σολανίνη σε διάφορα φυτά τής οικογένειας σολανίδες, όπως είναι η πατάτα και η ντομάτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solanidine < solanine (βλ. λ. σολανίνη) + κατάλ. -idine].
Dictionary of Greek. 2013.